αβελτηρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβελτηρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβελτερία[1] < ἀβέλτερος < α- (στερητικό) + βέλτερος (αρχαία ελληνική βελτίων), αυτός που δεν μπορεί να βελτιωθεί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vel.tiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βελ‐τη‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβελτηρία θηλυκό
- (λόγιο) η αμυαλιά, η ανοησία, η μωρία, η οκνηρία σκέψεως, η απειροκαλία, η ατασθαλία
- ※ Τα ελληνικά πανεπιστήμια στιγματίζονται από την πολιτική αβελτηρία να προχωρήσουν δύσκολες μεταρρυθμίσεις όταν συναντούν αντιδράσεις.
- Απόστολος Λακασάς, Το μετέωρο βήμα της Αστυνομίας στα ΑΕΙ, Η Καθημερινή, 9 Σεπτεμβρίου 2022
- ※ Τα ελληνικά πανεπιστήμια στιγματίζονται από την πολιτική αβελτηρία να προχωρήσουν δύσκολες μεταρρυθμίσεις όταν συναντούν αντιδράσεις.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβελτηρία
→ δείτε τη λέξη αβελτερία |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβελτηρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβελτηρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)