Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αβέλτερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αβέλτερ
ος
η
αβέλτερ
η
το
αβέλτερ
ο
γενική
του
αβέλτερ
ου
της
αβέλτερ
ης
του
αβέλτερ
ου
αιτιατική
τον
αβέλτερ
ο
την
αβέλτερ
η
το
αβέλτερ
ο
κλητική
αβέλτερ
ε
αβέλτερ
η
αβέλτερ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αβέλτερ
οι
οι
αβέλτερ
ες
τα
αβέλτερ
α
γενική
των
αβέλτερ
ων
των
αβέλτερ
ων
των
αβέλτερ
ων
αιτιατική
τους
αβέλτερ
ους
τις
αβέλτερ
ες
τα
αβέλτερ
α
κλητική
αβέλτερ
οι
αβέλτερ
ες
αβέλτερ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αβέλτερος
<
αρχαία ελληνική
ἀβέλτερος
<
α-
στερητικό +
βέλτερος
Επίθετο
επεξεργασία
αβέλτερος, -η, -ο
ανόητος
,
μωρός
Συγγενικά
επεξεργασία
αβελτερία
και
αβελτηρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αβέλτερος