Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβέλτερος < ἀ- (στερητικό) + βελτίων

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβέλτερος, -ος/-α, -ον, συγκριτικός:ἀβελτερέστερος, υπερθετικός: ἀβελτερώτατος

  1. αυτός που δεν έχει βέλτιον, δυνατότητα βελτίωσης, ο μη αγαθός, ο μηδαμινός, ο νωθρός
  2. (νεοελληνική) αβέλτερος

Συγγενικά

επεξεργασία