αβασιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβασιμότητα < αβάσιμ(ος) + -ότητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.va.siˈmo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐σι‐μό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβασιμότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάτι αβάσιμο, η ιδιότητα του αβάσιμου
- ※ Πανδημίες, πόλεμοι, ενεργειακή κρίση και οικονομική αβασιμότητα δεν πτοούν τους κροίσους αυτού του κόσμου.
- Τάσος Μαντικίδης, Περισσότεροι και πλουσιότεροι…, Τα Νέα, 20 Αυγούστου 2022
- ※ Πανδημίες, πόλεμοι, ενεργειακή κρίση και οικονομική αβασιμότητα δεν πτοούν τους κροίσους αυτού του κόσμου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβασιμότητα
Πηγές
επεξεργασία- αβασιμότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αβασιμότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)