αβάσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβάσιμο | τα | αβάσιμα |
γενική | του | αβάσιμου | των | αβάσιμων |
αιτιατική | το | αβάσιμο | τα | αβάσιμα |
κλητική | αβάσιμο | αβάσιμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αβάσιμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αβάσιμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈva.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐σι‐μο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβάσιμο ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του αβασιμότητα
- ⮡ το αβάσιμο της υπόθεσης επιβεβαιώθηκε άμεσα από το δικαστήριο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβάσιμο
|
Πηγές
επεξεργασία- αβάσιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααβάσιμο