• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλύταρχος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀλύταρχος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλύταρχος οι αλύταρχοι
      γενική του αλύταρχου των αλύταρχων
    αιτιατική τον αλύταρχο τους αλύταρχους
     κλητική αλύταρχε αλύταρχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλύταρχος < (ελληνιστική κοινή) ἀλύταρχος < ἀλύτης + -αρχος (< ἄρχω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλύταρχος αρσενικό

  • (λόγιο) άλλη μορφή του αλυτάρχης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    αλύταρχος
  • → δείτε τη λέξη αλυτάρχης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλύταρχος&oldid=5257566"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 22:59

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 22:59.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας