Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Δεν υπάρχει στο LSJ --sarri.greek (συζήτηση) 05:05, 4 Ιουνίου 2019 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλύταρχος οἱ ἀλύταρχοι
      γενική τοῦ ἀλυτάρχου τῶν ἀλυτάρχων
      δοτική τῷ ἀλυτάρχ τοῖς ἀλυτάρχοις
    αιτιατική τὸν ἀλύταρχον τοὺς ἀλυτάρχους
     κλητική ! ἀλύταρχε ἀλύταρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλυτάρχω
γεν-δοτ τοῖν  ἀλυτάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλύταρχος < ἀλύτ(ης) + -αρχος (<ἄρχω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀλύταρχος αρσενικό (& ἀλυτάρχης)