ἀλύταρχος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀλύταρχος | οἱ | ἀλύταρχοι |
γενική | τοῦ | ἀλυτάρχου | τῶν | ἀλυτάρχων |
δοτική | τῷ | ἀλυτάρχῳ | τοῖς | ἀλυτάρχοις |
αιτιατική | τὸν | ἀλύταρχον | τοὺς | ἀλυτάρχους |
κλητική ὦ! | ἀλύταρχε | ἀλύταρχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλυτάρχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλυτάρχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀλύταρχος αρσενικό (& ἀλυτάρχης)
- ο επικεφαλής των ἀλυτών