ἀλυτάρχης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀλυτάρχης | οἱ | ἀλυτάρχαι |
γενική | τοῦ | ἀλυτάρχου | τῶν | ἀλυταρχῶν |
δοτική | τῷ | ἀλυτάρχῃ | τοῖς | ἀλυτάρχαις |
αιτιατική | τὸν | ἀλυτάρχην | τοὺς | ἀλυτάρχᾱς |
κλητική ὦ! | ἀλυτάρχᾰ | ἀλυτάρχαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλυτάρχᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλυτάρχαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀλυτάρχης αρσενικό
- ο επικεφαλής των ἀλυτών, της αστυνόμευσης των Ολυμπιακών αγώνων
- ※ Ἀλυτάρχης: ῾Ο τῆς ἐν τῷ ᾿Ολυμπιακῷ ἀγῶνι εὐκοσμίας ἄρχων. ᾿Ηλεῖοι γὰρ τοὺς ῥαβδοφόρους ἢ μαστιγοφόρους παρὰ τοῖς ἄλλοις καλουμένους ἀλύτας καλοῦσι, καὶ τὸν τούτων ἄρχοντα ἀλυτάρχην. ῞Ηδυλος δὲ εἰς τὰ ἐπιγράμματα Καλλιμάχου διὰ δύο λάμβδα ὀνομάζει τοὺς ἀλύτας ἀλλύτας. (Μέγα Ετυμολογικόν, 72, 15)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀλυτάρχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.