αλυτάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλυτάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλυτάρχης[1] < ἀλύτης + -άρχης (< ἄρχω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.liˈtaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λυ‐τάρ‐χης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλυτάρχης αρσενικό
- (λόγιο, αθλητισμός) ο επόπτης / υπεύθυνος της ομαλής διεξαγωγής αθλητικών αγώνων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλυτάρχης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλυτάρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας