αμβλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμβλώνω < αρχαία ελληνική ἀμβλόω / ἀμβλῶ < ἀμβλύς
Ρήμα
επεξεργασίααμβλώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- άμβλωμα
- άμβλωση
- αμβλωτικός
- εξάμβλωμα
- εξαμβλωματικός
- εξάμβλωση
- → δείτε τη λέξη αμβλύς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμβλώνω | άμβλωνα | θα αμβλώνω | να αμβλώνω | αμβλώνοντας | |
β' ενικ. | αμβλώνεις | άμβλωνες | θα αμβλώνεις | να αμβλώνεις | άμβλωνε | |
γ' ενικ. | αμβλώνει | άμβλωνε | θα αμβλώνει | να αμβλώνει | ||
α' πληθ. | αμβλώνουμε | αμβλώναμε | θα αμβλώνουμε | να αμβλώνουμε | ||
β' πληθ. | αμβλώνετε | αμβλώνατε | θα αμβλώνετε | να αμβλώνετε | αμβλώνετε | |
γ' πληθ. | αμβλώνουν(ε) | άμβλωναν αμβλώναν(ε) |
θα αμβλώνουν(ε) | να αμβλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άμβλωσα | θα αμβλώσω | να αμβλώσω | αμβλώσει | ||
β' ενικ. | άμβλωσες | θα αμβλώσεις | να αμβλώσεις | άμβλωσε | ||
γ' ενικ. | άμβλωσε | θα αμβλώσει | να αμβλώσει | |||
α' πληθ. | αμβλώσαμε | θα αμβλώσουμε | να αμβλώσουμε | |||
β' πληθ. | αμβλώσατε | θα αμβλώσετε | να αμβλώσετε | αμβλώστε | ||
γ' πληθ. | άμβλωσαν αμβλώσαν(ε) |
θα αμβλώσουν(ε) | να αμβλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμβλώσει | είχα αμβλώσει | θα έχω αμβλώσει | να έχω αμβλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμβλώσει | είχες αμβλώσει | θα έχεις αμβλώσει | να έχεις αμβλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αμβλώσει | είχε αμβλώσει | θα έχει αμβλώσει | να έχει αμβλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμβλώσει | είχαμε αμβλώσει | θα έχουμε αμβλώσει | να έχουμε αμβλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμβλώσει | είχατε αμβλώσει | θα έχετε αμβλώσει | να έχετε αμβλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμβλώσει | είχαν αμβλώσει | θα έχουν αμβλώσει | να έχουν αμβλώσει |
|