άμβλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άμβλωμα < ελληνιστική κοινή ἄμβλωμα < αρχαία ελληνική ἀμβλύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάμβλωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του εξάμβλωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία άμβλωμα
|