Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμβλωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμβλωτικ
ός
η
αμβλωτικ
ή
το
αμβλωτικ
ό
γενική
του
αμβλωτικ
ού
της
αμβλωτικ
ής
του
αμβλωτικ
ού
αιτιατική
τον
αμβλωτικ
ό
την
αμβλωτικ
ή
το
αμβλωτικ
ό
κλητική
αμβλωτικ
έ
αμβλωτικ
ή
αμβλωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμβλωτικ
οί
οι
αμβλωτικ
ές
τα
αμβλωτικ
ά
γενική
των
αμβλωτικ
ών
των
αμβλωτικ
ών
των
αμβλωτικ
ών
αιτιατική
τους
αμβλωτικ
ούς
τις
αμβλωτικ
ές
τα
αμβλωτικ
ά
κλητική
αμβλωτικ
οί
αμβλωτικ
ές
αμβλωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμβλωτικός
<
ελληνιστική κοινή
ἀμβλωτικός
Επίθετο
επεξεργασία
αμβλωτικός
που έχει
σχέση
με την
άμβλωση
, συντελεί ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αμβλώνω
και
αμβλύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμβλωτικός
αγγλικά
:
abortive
(en)
,
abortifacient
(en)