abort
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abort | aborts |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabort (en)
- (παρωχημένο) αποβολή γέννας
- (αεροπορικός όρος, στρατιωτικός όρος) εγκατάλειψη αποστολής
- (πληροφορική) ματαίωση διαδικασίας
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαabort (en)
- (παρωχημένο) αποβάλλω γέννα
- (στρατιωτικός όρος) εγκαταλείπω αποστολή
- (βάσεις δεδομένων) ματαιώνω[1][2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- abort στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) Michael J. Franklin, «Concurrency Control and Recovery», σελ. 2, 31, University of Meryland. Προσπέλαση 2020-03-12
- ↑ Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL - Κεφάλαιο 13 Δοσοληψίες», σελ. 227. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17