αλληλοτραυματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοτραυματίζομαι < αλληλο- + τραυματίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίααλληλοτραυματίζομαι
- (λόγιο) τραυματίζω κάποιον και τραυματίζομαι απ’ αυτόν
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλληλοτραυματίζομαι | αλληλοτραυματιζόμουν(α) | θα αλληλοτραυματίζομαι | να αλληλοτραυματίζομαι | ||
β' ενικ. | αλληλοτραυματίζεσαι | αλληλοτραυματιζόσουν(α) | θα αλληλοτραυματίζεσαι | να αλληλοτραυματίζεσαι | (αλληλοτραυματίζου) | |
γ' ενικ. | αλληλοτραυματίζεται | αλληλοτραυματιζόταν(ε) | θα αλληλοτραυματίζεται | να αλληλοτραυματίζεται | ||
α' πληθ. | αλληλοτραυματιζόμαστε | αλληλοτραυματιζόμαστε αλληλοτραυματιζόμασταν |
θα αλληλοτραυματιζόμαστε | να αλληλοτραυματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αλληλοτραυματίζεστε | αλληλοτραυματιζόσαστε αλληλοτραυματιζόσασταν |
θα αλληλοτραυματίζεστε | να αλληλοτραυματίζεστε | (αλληλοτραυματίζεστε) | |
γ' πληθ. | αλληλοτραυματίζονται | αλληλοτραυματίζονταν αλληλοτραυματιζόντουσαν |
θα αλληλοτραυματίζονται | να αλληλοτραυματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλληλοτραυματίστηκα | θα αλληλοτραυματιστώ | να αλληλοτραυματιστώ | αλληλοτραυματιστεί | ||
β' ενικ. | αλληλοτραυματίστηκες | θα αλληλοτραυματιστείς | να αλληλοτραυματιστείς | αλληλοτραυματίσου | ||
γ' ενικ. | αλληλοτραυματίστηκε | θα αλληλοτραυματιστεί | να αλληλοτραυματιστεί | |||
α' πληθ. | αλληλοτραυματιστήκαμε | θα αλληλοτραυματιστούμε | να αλληλοτραυματιστούμε | |||
β' πληθ. | αλληλοτραυματιστήκατε | θα αλληλοτραυματιστείτε | να αλληλοτραυματιστείτε | αλληλοτραυματιστείτε | ||
γ' πληθ. | αλληλοτραυματίστηκαν αλληλοτραυματιστήκαν(ε) |
θα αλληλοτραυματιστούν(ε) | να αλληλοτραυματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλληλοτραυματιστεί | είχα αλληλοτραυματιστεί | θα έχω αλληλοτραυματιστεί | να έχω αλληλοτραυματιστεί | αλληλοτραυματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλληλοτραυματιστεί | είχες αλληλοτραυματιστεί | θα έχεις αλληλοτραυματιστεί | να έχεις αλληλοτραυματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλληλοτραυματιστεί | είχε αλληλοτραυματιστεί | θα έχει αλληλοτραυματιστεί | να έχει αλληλοτραυματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλληλοτραυματιστεί | είχαμε αλληλοτραυματιστεί | θα έχουμε αλληλοτραυματιστεί | να έχουμε αλληλοτραυματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλληλοτραυματιστεί | είχατε αλληλοτραυματιστεί | θα έχετε αλληλοτραυματιστεί | να έχετε αλληλοτραυματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλληλοτραυματιστεί | είχαν αλληλοτραυματιστεί | θα έχουν αλληλοτραυματιστεί | να έχουν αλληλοτραυματιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοτραυματίζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- αλληλοτραυματίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)