αβλαβώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αβλαβώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβλαβῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε αβλαβ(ής) + -ώς.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vlaˈvos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βλα‐βώς
Επίρρημα
επεξεργασία
αβλαβώς (τροπικό επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αβλαβώς
Πηγές
επεξεργασία
- αβλαβής, αβλαβώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αβλαβής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)