αβλαβώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβλαβώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβλαβῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε αβλαβ(ής) + -ώς.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vlaˈvos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βλα‐βώς
Επίρρημα επεξεργασία
αβλαβώς
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβλαβώς
|
Πηγές επεξεργασία
- αβλαβής, αβλαβώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.