βλαβερά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
βλαβερά < βλαβερός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
βλαβερά
- κατά τρόπο βλαβερό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βλαβερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
βλαβερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βλαβερό