• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

άγουσα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἄγουσα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Εκφράσεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άγουσα οι άγουσες
      γενική της άγουσας των αγουσών
    αιτιατική την άγουσα τις άγουσες
     κλητική άγουσα άγουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άγουσα < αρχαία ελληνική ἄγουσα, θηλυκό του ἄγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άγουσα θηλυκό

  • (λόγιο) δρόμος που οδηγεί προς τα κάπου, που σε άγει κάπου

Εκφράσεις επεξεργασία

  • παίρνω την άγουσα: ξεκινώ να πάω κάπου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    άγουσα
  • → δείτε τη λέξη δρόμος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άγουσα&oldid=5268939"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:01

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:01.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας