Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακηδής η ακηδής το ακηδές
      γενική του ακηδούς* της ακηδούς του ακηδούς
    αιτιατική τον ακηδή την ακηδή το ακηδές
     κλητική ακηδή(ς) ακηδής ακηδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακηδείς οι ακηδείς τα ακηδή
      γενική των ακηδών των ακηδών των ακηδών
    αιτιατική τους ακηδείς τις ακηδείς τα ακηδή
     κλητική ακηδείς ακηδείς ακηδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακηδής < αρχαία ελληνική ἀκηδής < ἀ- + κῆδος

  Επίθετο επεξεργασία

ακηδής, -ής, -ές

(λόγιο)
  1. αμέριμνος, ξέγνοιαστος
  2. αμελής, αδιάφορος
  3. οκνός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία