ακηδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακηδής | η | ακηδής | το | ακηδές |
γενική | του | ακηδούς* | της | ακηδούς | του | ακηδούς |
αιτιατική | τον | ακηδή | την | ακηδή | το | ακηδές |
κλητική | ακηδή(ς) | ακηδής | ακηδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακηδείς | οι | ακηδείς | τα | ακηδή |
γενική | των | ακηδών | των | ακηδών | των | ακηδών |
αιτιατική | τους | ακηδείς | τις | ακηδείς | τα | ακηδή |
κλητική | ακηδείς | ακηδείς | ακηδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακηδής < αρχαία ελληνική ἀκηδής < ἀ- + κῆδος
Επίθετο
επεξεργασίαακηδής, -ής, -ές
- (λόγιο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακηδής
|