Δείτε επίσης: ἀκηδία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακηδία οι ακηδίες
      γενική της ακηδίας των ακηδιών
    αιτιατική την ακηδία τις ακηδίες
     κλητική ακηδία ακηδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακηδία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκηδία / ἀκηδεία < ἀκήδεια < αρχαία ελληνική ἀκηδής < ἀ- + κῆδος (φροντίδα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ciˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κη‐δί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακηδία θηλυκό

  • (λόγιο) αθυμία και ανορεξία που κάνει έναν άνθρωπο απρόθυμο, αμελή ή αδιάφορο
    ※  γιὰ νὰ τοὺς πάρει ἕνα ἕνα // τ' ἄδεια κεφάλια καὶ νὰ νιώσει / (γιὰ τ' ἄλλα εἶχε μετανιώσει) // πολὺ βαθιὰ τὴν ἀηδία / προτοῦ δοθεῖ στὴν ἀκηδία. (Δ. Καψάλης, «Μικρὴ νυχτερινὴ ἱστορία», 2, Μιὰ ὑπόθεση εὐδαιμονίας, Ἀθήνα 2014)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία