Δείτε επίσης: ακηδία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀκηδεί αἱ ἀκηδεῖαι
      γενική τῆς ἀκηδείᾱς τῶν ἀκηδειῶν
      δοτική τῇ ἀκηδεί ταῖς ἀκηδείαις
    αιτιατική τὴν ἀκηδείᾱν τὰς ἀκηδείᾱς
     κλητική ! ἀκηδεί ἀκηδεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκηδεί
γεν-δοτ τοῖν  ἀκηδείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκηδεία < αρχαία ελληνική ἀκηδής < ἀ- + κῆδος (φροντίδα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀκηδεία θηλυκό

  • Κατάσταση του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από αδιαφορία και έλλειψη φροντίδας.
    Μετὰ σταθερότητος καὶ ζήλου, ἄνευ ἀκηδείας καὶ βαττολογίας προσευξόμεθα. (Ν. Μαυροκορδάτος, Περὶ καθηκόντων βίβλος, κεφ. δ΄. Βουκουρέστι 1719)