Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμεριμνησία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αμεριμνησί
α
οι
αμεριμνησί
ες
γενική
της
αμεριμνησί
ας
των
αμεριμνησι
ών
αιτιατική
την
αμεριμνησί
α
τις
αμεριμνησί
ες
κλητική
αμεριμνησί
α
αμεριμνησί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμεριμνησία
<
α-
+
μεριμνώ
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμεριμνησία
θηλυκό
το να είναι κάποιος
αμέριμνος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανεμελιά
αφροντισιά
ξενοιασιά
Αντώνυμα
επεξεργασία
έγνοια
μέριμνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμεριμνησία
αγγλικά
:
carefreeness
(en)
,
insouciance
(en)
γαλλικά
:
insouciance
(fr)