Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
delinquency delinquencies

  Ουσιαστικό επεξεργασία

delinquency (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η εγκληματικότητα, κακή ή εγκληματική συμπεριφορά, συνήθως νέων
    Juvenile delinquency is an acute social problem.
    Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.

  Πηγές επεξεργασία