Δείτε επίσης: ἀβούλως

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβούλως < αρχαία ελληνική ἀβούλως. Μορφολογικά αναλύεται σε άβουλ(ος) + -ως

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βού‐λως

  Επίρρημα

επεξεργασία

αβούλως (τροπικό επίρρημα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • άβουλοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)