Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακατάκριτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακατάκριτα
<
ακατάκριτος
+
-α
Επίρρημα
επεξεργασία
ακατάκριτα
(
λόγιο
) με
ακατάκριτο
τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακατάκριτα
αγγλικά
:
irreproachably
(en)
,
blamelessly
(en)