ακατάκριτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατάκριτος < ελληνιστική κοινή ἀκατάκριτος < αρχαία ελληνική κατακρίνω
Επίθετο επεξεργασία
ακατάκριτος
- που δεν τον έχουν κατακρίνει ή δεν είναι δυνατόν να τον κατακρίνουν
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ακατάκριτα
- → δείτε τις λέξεις κατακρίνω, κατά και κρίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατάκριτος