Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξιοκατάκριτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ακατάκριτος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξιοκατάκριτ
ος
η
αξιοκατάκριτ
η
το
αξιοκατάκριτ
ο
γενική
του
αξιοκατάκριτ
ου
της
αξιοκατάκριτ
ης
του
αξιοκατάκριτ
ου
αιτιατική
τον
αξιοκατάκριτ
ο
την
αξιοκατάκριτ
η
το
αξιοκατάκριτ
ο
κλητική
αξιοκατάκριτ
ε
αξιοκατάκριτ
η
αξιοκατάκριτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξιοκατάκριτ
οι
οι
αξιοκατάκριτ
ες
τα
αξιοκατάκριτ
α
γενική
των
αξιοκατάκριτ
ων
των
αξιοκατάκριτ
ων
των
αξιοκατάκριτ
ων
αιτιατική
τους
αξιοκατάκριτ
ους
τις
αξιοκατάκριτ
ες
τα
αξιοκατάκριτ
α
κλητική
αξιοκατάκριτ
οι
αξιοκατάκριτ
ες
αξιοκατάκριτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξιοκατάκριτος
<
αξιο-
+
κατακρίνω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αξιοκατάκριτος -η -ο
που
αξίζει
να τον
κατακρίνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
αξιοκατηγόρητος
αξιόμεμπτος
κατακριτέος
ψεκτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιοκατάκριτος
αγγλικά
:
blameworthy
(en)
,
reprehensible
(en)
γαλλικά
:
répréhensible
(fr)