Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθλητοπρέπεια οι αθλητοπρέπειες
      γενική της αθλητοπρέπειας των αθλητοπρεπειών
    αιτιατική την αθλητοπρέπεια τις αθλητοπρέπειες
     κλητική αθλητοπρέπεια αθλητοπρέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθλητοπρέπεια < αθλητοπρεπής + -εια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθλητοπρέπεια θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία