Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθλητοπρεπής η αθλητοπρεπής το αθλητοπρεπές
      γενική του αθλητοπρεπούς* της αθλητοπρεπούς του αθλητοπρεπούς
    αιτιατική τον αθλητοπρεπή την αθλητοπρεπή το αθλητοπρεπές
     κλητική αθλητοπρεπή(ς) αθλητοπρεπής αθλητοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθλητοπρεπείς οι αθλητοπρεπείς τα αθλητοπρεπή
      γενική των αθλητοπρεπών των αθλητοπρεπών των αθλητοπρεπών
    αιτιατική τους αθλητοπρεπείς τις αθλητοπρεπείς τα αθλητοπρεπή
     κλητική αθλητοπρεπείς αθλητοπρεπείς αθλητοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθλητοπρεπής < αθλητής + -ο- + -πρεπής

  Επίθετο επεξεργασία

αθλητοπρεπής

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αθλητοπρεπήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία