αδιευκρινίστως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιευκρινίστως < αδιευκρίνιστος + -ως < διευκρινίζω < αρχαία ελληνική διευκρινέω / διευκρινῶ < εὐκρινέω / εὐκρινῶ < εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
αδιευκρινίστως
- (λόγιο) άλλη μορφή του αδιευκρίνιστα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιευκρινίστως
|