αδιευκρίνιστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιευκρίνιστα < αδιευκρίνιστ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ði.efˈkɾi.ni.sta/, // & /a.ði̯efˈkɾi.ni.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐ευ‐κρί‐νι‐στα
Επίρρημα
επεξεργασίααδιευκρίνιστα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιευκρίνιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααδιευκρίνιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδιευκρίνιστος