αγχίνοια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγχίνοια | οι | αγχίνοιες |
γενική | της | αγχίνοιας | των | αγχινοιών |
αιτιατική | την | αγχίνοια | τις | αγχίνοιες |
κλητική | αγχίνοια | αγχίνοιες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγχίνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγχίνοια[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋˈçi.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γχί‐νοι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγχίνοια θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αγχίνοια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας