↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμνοφαγία οι αμνοφαγίες
      γενική της αμνοφαγίας των αμνοφαγιών
    αιτιατική την αμνοφαγία τις αμνοφαγίες
     κλητική αμνοφαγία αμνοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμνοφαγία < ἀμνοφαγία, μορφολογικά αναλύεται αμν(ός) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμνοφαγία θηλυκό

  • (λόγιο) η βρώση αμνών[1]
  • ※  Στην καρδιά του Κολωνακίου, στην οδό Τσακάλωφ ανάμεσα στα καφέ, είχαν στηθεί σούβλες και η τσίκνα του αρνιού έσπαγε μύτες. Ξέσπασαν πάλι σε γέλια. «Είμαστε ωραίοι! Δεν είμαστε; Μερακλήδες και χαλαροί, όχι Σκανδιναβοί. Είμαστε παιδιά της ανοιξιάτικης αμνοφαγίας και του ατελείωτου, του παντοτινού ελληνικού καλοκαιριού. Είμαστε ήδη σε διακοπές», κατέληξαν. (ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΕΝΙΚΟ Λίγο αρνί, λίγη θάλασσα κι η αναδιάρθρωση, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 26 Απριλίου 2011 [1])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια: Αλλοδαπός - Αντοχή, Βίκτωρ Δούσμανης, Πυρσός, 1926 σελ. 317