• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αμνός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμνός οι αμνοί
      γενική του αμνού των αμνών
    αιτιατική τον αμνό τους αμνούς
     κλητική αμνέ αμνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αμνός

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αμνός < αρχαία ελληνική ἀμνός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈmnos/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αμνός αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) (λόγιο) το αρνί, το μικρό πρόβατο
  2. το κρέας του σφαγμένου αρνιού
  3. (μεταφορικά) ο Αμνός του Θεού: ο Χριστός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αμνάδα
  • αμνοερίφιο
  • αμνοσκοπία
  • αμνοφαγία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αμνός
  • αγγλικά : lamb (en)
  • γαλλικά : agneau (fr)
  • λατινικά : agnus (la)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αμνός&oldid=5628791"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Νοεμβρίου 2022, στις 21:45

Γλώσσες

    • English
    • Esperanto
    • Français
    • Limburgs
    • Русский
    • Türkçe
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Νοεμβρίου 2022, στις 21:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie