Δείτε επίσης: ἀγνωμονῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγνωμονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνωμονῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγνωμονέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣno.moˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γνω‐μο‐νώ

αγνωμονώ, πρτ.: αγνωμωνούσα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • s.v. «αγνώμων» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.