Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγνωμονέω < α στερητικό + γνώμη + -εω

ἀγνωμονέω - ἀγνωμονῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι αγνώμων, δείχνω αχαριστία
  2. το μεταγενέστερο παθητικό ἀγνωμονοῦμαι : προσβάλλομαι άδικα, αδικούμαι
    ἀγνωμονηθείς υπό πατρός

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ἀγνωμόνως ἔχω
  • ἀγνώμων εἰμί
  • ἀχαριστῶ
  • ἀδικῶ