ἀγνωμονέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀγνωμονέω - ἀγνωμονῶ (συνηρημένο)
- είμαι αγνώμων, δείχνω αχαριστία
- το μεταγενέστερο παθητικό ἀγνωμονοῦμαι : προσβάλλομαι άδικα, αδικούμαι
- ἀγνωμονηθείς υπό πατρός
Συνώνυμα
επεξεργασία- ἀγνωμόνως ἔχω
- ἀγνώμων εἰμί
- ἀχαριστῶ
- ἀδικῶ