πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακανθώνας οι ακανθώνες
      γενική του ακανθώνα των ακανθώνων
    αιτιατική τον ακανθώνα τους ακανθώνες
     κλητική ακανθώνα ακανθώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ακανθώνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκανθών / ἀκανθεών, από την αιτιατική «τὸν ἀκανθῶνα». Συγκρίνετε με το κληρονομημένο αγκαθιώνας. Συγχρονικά αναλύεται σε άκανθ(α) + -ώνας.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακανθώνας αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία