αγλαόκαρπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγλαόκαρπος < αρχαία ελληνική ἀγλαόκαρπος
Επίθετο
επεξεργασίααγλαόκαρπος -η, -ο
- (λόγιο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) που παράγει καλούς ή πολλούς καρπούς
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγλαόκαρπος
|