Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμιλλώμαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμιλλώμαι
<
αρχαία ελληνική
ἁμιλλῶμαι
Ρήμα
επεξεργασία
αμιλλώμαι
(
λόγιο
)
συναγωνίζομαι
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανταγωνίζομαι
παραβγαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμιλλώμαι
αγγλικά
:
emulate
(en)
,
compete
(en)
,
rival
(en)
,
vie
(en)