αλλεπαλληλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλεπαλληλία < μεσαιωνική ελληνική ἀλλεπαλληλία < ἀλλεπάλληλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλλεπαλληλία θηλυκό
- (λόγιο) η τοπική ή χρονική αλληλοδιαδοχή ή αλληλουχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλλεπαλληλία