άκουρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκουρος | η | άκουρη | το | άκουρο |
γενική | του | άκουρου | της | άκουρης | του | άκουρου |
αιτιατική | τον | άκουρο | την | άκουρη | το | άκουρο |
κλητική | άκουρε | άκουρη | άκουρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκουροι | οι | άκουρες | τα | άκουρα |
γενική | των | άκουρων | των | άκουρων | των | άκουρων |
αιτιατική | τους | άκουρους | τις | άκουρες | τα | άκουρα |
κλητική | άκουροι | άκουρες | άκουρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άκουρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄκουρος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ku.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κου‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαάκουρος, -η, -ο
- (λόγιο)
- ακούρευτος
- ※ Λυπήσου το κουρεμένο γίδι. Τ'άκουρο ζούλεψ' το. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
- (εκκλησιαστικός όρος) υποψήφιος μοναχός που δεν έλαβε το εκκλησιαστικό σχήμα από την διαδικασία της κουράς
- ακούρευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακούρευτος
→ δείτε τη λέξη ακούρευτος |
μοναχός που δεν έλαβε το εκκλησιαστικό σχήμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άκουρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας