άκουρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άκουρος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άκουρος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) ακούρευτος
- Λυπήσου το κουρεμένο γίδι. Τ'άκουρο ζούλεψ' το. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άκουρος