αιρεσιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιρεσιμότητα < αιρέσιμ(ος) + -ότητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική conditionality
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιρεσιμότητα θηλυκό
- (λόγιο) (νεολογισμός) (οικονομία) χορήγηση που δίνεται υπό προϋποθέσεις και όρους
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιρεσιμότητα