ακκίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακκίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκκίζομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈci.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ακ‐κί‐ζο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
ακκίζομαι, πρτ.: ακκιζόμουν, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα)[1]
- (λόγιο) η συμπεριφορά μου χαρακτηρίζεται από ακκισμούς· κάνω νάζια ή φέρομαι με φιλαρέσκεια
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακκίζομαι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές επεξεργασία
- ακκίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακκίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ακκίζομαι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας