↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακκισμός οι ακκισμοί
      γενική του ακκισμού των ακκισμών
    αιτιατική τον ακκισμό τους ακκισμούς
     κλητική ακκισμέ ακκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακκισμός < αρχαία ελληνική ἀκκισμός < ἀκκίζομαι < (η) Ἀκκώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακκισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία