αλισάχνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλισάχνη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁλισάχνη (αλάτι από αλατωρυχείο) < αρχαία ελληνική ἁλοσάχνη < συναρπαγή της φράσης ἁλός(γενική ενικού του ἅλς) ἄχνη[1] με αλι- κατά τα σύνθετα όπως ἁλίπαστος (αλίπαστος)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.liˈsa.xni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λι‐σά‐χνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλισάχνη θηλυκό
- (λόγιο) λεπτή κρούστα αλατιού που προκύπτει από εξάτμιση αλατόνερου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ αλισάχνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αλισάχνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας