αλι-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁλι- < ἅλς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λι-
Πρόθημα
επεξεργασίααλι- / αλί-
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αλι- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά