άδοτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άδοτος | η | άδοτη | το | άδοτο |
γενική | του | άδοτου | της | άδοτης | του | άδοτου |
αιτιατική | τον | άδοτο | την | άδοτη | το | άδοτο |
κλητική | άδοτε | άδοτη | άδοτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άδοτοι | οι | άδοτες | τα | άδοτα |
γενική | των | άδοτων | των | άδοτων | των | άδοτων |
αιτιατική | τους | άδοτους | τις | άδοτες | τα | άδοτα |
κλητική | άδοτοι | άδοτες | άδοτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άδοτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄδοτος[1] < ἀ- στερητικό + δοτός (παραχωρημένος). Συγχρονικά αναλύεται σε (α-) ά- στερητικό + δοτός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ðo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐δο‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαάδοτος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άδοτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άδοτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)