δοσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δοσμένος | η | δοσμένη | το | δοσμένο |
γενική | του | δοσμένου | της | δοσμένης | του | δοσμένου |
αιτιατική | τον | δοσμένο | τη | δοσμένη | το | δοσμένο |
κλητική | δοσμένε | δοσμένη | δοσμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δοσμένοι | οι | δοσμένες | τα | δοσμένα |
γενική | των | δοσμένων | των | δοσμένων | των | δοσμένων |
αιτιατική | τους | δοσμένους | τις | δοσμένες | τα | δοσμένα |
κλητική | δοσμένοι | δοσμένες | δοσμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δοσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δίνω
Μετοχή
επεξεργασίαδοσμένος, -η, -ο
- που έχει δοθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δεδομένος (λόγιο, με επιπλέον σημασίες)