↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δοσμένος η δοσμένη το δοσμένο
      γενική του δοσμένου της δοσμένης του δοσμένου
    αιτιατική τον δοσμένο τη δοσμένη το δοσμένο
     κλητική δοσμένε δοσμένη δοσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δοσμένοι οι δοσμένες τα δοσμένα
      γενική των δοσμένων των δοσμένων των δοσμένων
    αιτιατική τους δοσμένους τις δοσμένες τα δοσμένα
     κλητική δοσμένοι δοσμένες δοσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δίνω

δοσμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία