αγιότοκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αγιότοκος, -ος / -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγιότοκος
|
αγιότοκος, -ος / -η, -ο
|