Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγιοτόκος η αγιοτόκος
αγιοτόκα
το αγιοτόκο
      γενική του αγιοτόκου της αγιοτόκου
αγιοτόκας
του αγιοτόκου
    αιτιατική τον αγιοτόκο την αγιοτόκο
αγιοτόκα
το αγιοτόκο
     κλητική αγιοτόκε αγιοτόκε
αγιοτόκα
αγιοτόκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγιοτόκοι οι αγιοτόκοι
αγιοτόκες
τα αγιοτόκα
      γενική των αγιοτόκων των αγιοτόκων των αγιοτόκων
    αιτιατική τους αγιοτόκους τις αγιοτόκους
αγιοτόκες
τα αγιοτόκα
     κλητική αγιοτόκοι αγιοτόκοι
αγιοτόκες
αγιοτόκα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιοτόκος < αγιο- + -τόκος (< τίκτω)

  Επίθετο επεξεργασία

αγιοτόκος, -ος / -α, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία