Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγιοτόκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγιοτόκ
ος
η
αγιοτόκ
ος
&
αγιοτόκ
α
το
αγιοτόκ
ο
γενική
του
αγιοτόκ
ου
της
αγιοτόκ
ου
&
αγιοτόκ
ας
του
αγιοτόκ
ου
αιτιατική
τον
αγιοτόκ
ο
την
αγιοτόκ
ο
&
αγιοτόκ
α
το
αγιοτόκ
ο
κλητική
αγιοτόκ
ε
αγιοτόκ
ε
&
αγιοτόκ
α
αγιοτόκ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγιοτόκ
οι
οι
αγιοτόκ
οι
&
αγιοτόκ
ες
τα
αγιοτόκ
α
γενική
των
αγιοτόκ
ων
των
αγιοτόκ
ων
των
αγιοτόκ
ων
αιτιατική
τους
αγιοτόκ
ους
τις
αγιοτόκ
ους
&
αγιοτόκ
ες
τα
αγιοτόκ
α
κλητική
αγιοτόκ
οι
αγιοτόκ
οι
&
αγιοτόκ
ες
αγιοτόκ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγιοτόκος
<
αγιο-
+
-τόκος
(<
τίκτω
)
Επίθετο
επεξεργασία
αγιοτόκος, -ος / -α, -ο
(
θρησκεία
) (
λόγιο
) που
γεννά
αγίους
η
αγιοτόκος
Καππαδοκία
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αγιότοκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγιοτόκος