αγαθοποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαθοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθοποιός[1] < (ἀγαθός) ἀγαθο- + -ποιός ( < ποιῶ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣa.θo.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θο‐ποι‐ός
Επίθετο
επεξεργασίααγαθοποιός, -ός/-ά, -ό
- (λόγιο) που είναι ευεργετικός και έχει καλό αποτέλεσμα, ο αγαθοεργός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγαθοποιός
→ δείτε τη λέξη αγαθοεργός |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαθοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγαθοποιός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)